- θυγατέρων
- θυγάτηρdaughterfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Марк Порций Катон Младший — Марк Порций Катон Утический/Младший лат. Marcus Porcius Cato (Minor/Uticensis) … Википедия
OGYGES — Thebanorum, secundum alios, Ogygiae et Actes, quae postea Boeotia et Attica dicta, Rex, qui Thebas Boeotias condidit circiter mille et quingentis annis ante romam conditam. Idem et Eleusinem exstruxisse fertur. Sub hoc Rege fuit diluvium magnum,… … Hofmann J. Lexicon universale
PHORCUS sive PHORCYS — PHORCUS, sive PHORCYS Ponti ac Terrae filius. Hesiod. in Theogon. v. 237. Αὖτις δ᾿ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν, Γαίῃ μισγόμενος, καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον. Varro tamen Theseae, alii Thoosae legunt, Nymphae ac Neptuni filium fuisse scribit,… … Hofmann J. Lexicon universale
Λεωκόριον — Ιερό της αρχαίας Αθήνας. Βρισκόταν στη συνοικία του Κεραμεικού και είχε αφιερωθεί από τους Αθηναίους στις τρεις κόρες του ήρωα και βασιλιά της Αττικής Λεώ, την Πραξιθέα, τη Θεόπη και την Ευβούλη, οι οποίες θυσιάστηκαν για να απαλλαγεί η πόλη από… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
ενδυμίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν ένας βοσκός με σπάνια ομορφιά, τον οποίο ερωτεύτηκε η Σελήνη. Στην Καρία λατρευόταν σε μία σπηλιά του όρους Λάτμου, όπου, ενώ κοιμόταν έναν αιώνιο ύπνο, κατέβαινε κάθε νύχτα η Σελήνη… … Dictionary of Greek
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
μοναχογιός — ο ο μοναδικός γιος μιας οικογένειας ή ο μοναδικός μεταξύ δύο ή περισσότερων θυγατέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + γιος] … Dictionary of Greek
σκιαδοφόρος — α, ο / σκιαδοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης κορνώδη, με 275… … Dictionary of Greek